Σθενέλα

Σθενέλα
Σθενέλᾱ , Σθένελη
fem nom/voc/acc dual
Σθενέλᾱ , Σθένελη
fem nom/voc sg (doric aeolic)
Σθενέλᾱ , Σθενέλη
fem nom/voc/acc dual
Σθενέλᾱ , Σθενέλη
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σθενέλας — Σθενέλᾱς , Σθένελη fem acc pl Σθενέλᾱς , Σθένελη fem gen sg (doric aeolic) Σθενέλᾱς , Σθενέλευς masc acc pl Σθενέλᾱς , Σθενέλη fem acc pl Σθενέλᾱς , Σθενέλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρότωπος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αγήνορα και έγινε βασιλιάς του Άργους μετά τον θάνατο του θείου του, Ιάση. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, μία κόρη του, η Ψαμμάθη, απέκτησε από τον Απόλλωνα έναν γιο, τον Λίνο. Επειδή φοβήθηκε τον πατέρα της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”